ίγκλα
Смотреть что такое "ίγκλα" в других словарях:
ίγκλα — ίγκλα, η και ίγλα, η (λ. λατ.), ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι στα υποζύγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίγκλα — ίγκλα, η και ίγλα, η (λ. λατ.), ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι στα υποζύγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)